θελοποιώ

θελοποιώ
θελοποιώ, -έω (Μ)
1. αποδέχομαι
2. μέσ. θελοποιοῦμαι, -έομαι
α) συναινώ, συγκατατίθεμαι, συμφωνώ
β) παραδέχομαι, επανορθώνω κάτι
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) θελοποιμένος, -η, -ον
αποδεκτός, δεκτός, αγαπητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέλω + ποιώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θελόποιμα — θελόποιμα, τό (Μ) ενέργεια που ευχαριστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. θελόποιμα αντί θελοποίημα, με απλολογία < θελοποιώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”